πυραυλίδα

πυραυλίδα
η, Ν
ναυτ. παλαιότερη ονομασία τών εμπροσθογεμών πιστολιών τού ναυτικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύραυλος + κατάλ. -ίς / -ίδα. Η λ., στον λόγιο τ. πυραυλίς, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”